Όταν αγαπάτε, εάν δεν αγαπάτε
μην λέτε: «σ΄ αγαπώ», επειδή φαίνεται.
Αυτή η κριτική πρέπει να εκφράσει κάτι που δύσκολα λέγεται, δηλαδή, να χαρακτηρίσει κάτι το οποίο στην φύση του είναι λιγότερο περιγράψιμο, και περισσότερο άμεσο, ψηλαφιστό και ορατό. Η ταινία έχει σχέση με το βαθύτατο όν της ανθρώπινης φύσης – την αληθινότητα του ανθρώπου. Για αυτό, όχι τυχαία, ως αρχή είναι επιλεγμένος ένας στοίχος από ένα δική μου ποίημα που μιλάει ακριβώς για την αυθεντικότητα. Η ταινία είναι αυθεντική στην εμπειρία της πίστης και της Θείας χάριτος και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί ένα μυστήριο που συνεχώς μας αποκαλύπτεται. Όταν μία εμπειρία είναι πνευματικά αυθεντική, τότε μας ανοίγει το μεγαλείο του έργου, ενώ όταν είναι μη αυθεντική – ψευδή, συγκεκριμένα για την ταινία, την εμποδίζει να ενεργεί στην ανθρώπινη ζωή, διότι κλίνει την διαφάνειά της. Ακριβώς για αυτό, η αυθεντικότητα είναι απαραίτητος όρος για μια καλή ταινία, όπως άλλωστε είναι και αυτή. Όποια και αν είναι η ταινία, δεν είναι μεγάλη επειδή μπορεί να πετύχει πολύ, αλλά επειδή δι’ αυτής μπορούν να αποκαλυφτούν μεγάλα πράγματα.
Με αυτή την έννοια, ο «Μάρτυς του Φωτός» διέρχεται, θέτοντας θεμέλια σε μια αλλιώτικη φακτογραφία για το Μοναστήρι Μπίγκορσκι. Μέχρι τώρα ήμασταν συνηθισμένοι μόνο σε μία κινηματογραφική προσέγγιση. Αυτή η ταινία ανοίγει προοπτική της πρωτοτυπίας, της αυθεντικότητας, της αμεσότητας και της βιωματικότητας. Είναι εναρμονισμένη με την παράδοση και την αφήγηση, αλλά έχει και κάτι καινούριο και πρωτότυπο, κάτι δικό της. Χωρίς αυτά, ο ορίζοντας της ταινίας παραμένει κλειστός ή ξηρός.
Το ντοκιμαντέρ «1000 έτη – Μάρτυς του Φωτός» είναι σαφές, ο παραγωγός εύκολα κτίζει την εμπιστοσύνη του θεατή∙ θέλει, κατανοεί, δίνει σιγουριά και αίσθημα απλότητας, προκαλώντας τον θεατή σε βαθιά προσωπική αναμονή – τόλμη η οποία έρχεται να τον αλλάξει. Προσελκύει το βλέμμα του προς το σχήμα το μοναχικό, ξεχωρίζει τον μοναχό στα μάτια του, ακόμα και όταν εκείνος είναι σκεπασμένος από τον όχλο (όπως κάποτε ο Ζακχαίος, ο οποίος κλήθηκε από τον Χριστό), από την αδιαφορία του κόσμου, από την ασημαντότητά του. Αυτή η ταινία δεν μιλάει τόσο για το μεγαλείο της Μονής Μπίγκορσκι, για την μεγαλειότητά της, το τέμπλο και την εξωτερική ομορφιά, κάτι το οποίο θα ήταν σημαντικό μόνο στην αρχή και για το οποίο, άλλωστε, μέχρι τώρα έχει γυριστεί αρκετό υλικό, αλλά αντιθέτως: ποτέ άλλοτε δεν έχει παρουσιαστεί το ήμερο (πνευματικό) μεδούλι της Ιεράς Μονής, αυτό που φλέγεται και δεν καίει, ούτε πάλι η ευσυγκίνητη και τρυφερή πλευρά του Γέροντος της Μπίγκορσκι, του Επισκόπου κ. Παρθενίου – αυτή την πατρική, για τον οποίον πιο ευαίσθητα μιλάν όλες οι συνεντεύξεις, ειδικά εκείνη η αυτοβιογραφική του Γέροντος. Σε αυτές τις άμεσες συνεντεύξεις παρουσιάζεται την αληθινή του αγάπη – την μοναχική. Σπάνια σε κάποιο άλλο έργο, κείμενο, ομιλία, συνέντευξη με τέτοιο έντονο τρόπο να έχει αναδειχθεί αυτή η διάσταση της προσωπικότητάς του, η οποία μας ενώνει όλα τα πνευματικά του τέκνα: η πατρότητα, η ευαισθησία, η αμέτρητη αγάπη του προς εμάς και η τρυφερότητά του.
Το ντοκιμαντέρ λογικά προέρχεται από την πεποίθηση ότι η κουλτούρα εκδηλώνεται μέσω φανερών συμβόλων, που περιέχονται σε πράξεις, τελετές, εορτασμούς, έθιμα, οι οποίοι, πάλι, είναι εγκαταστημένοι είτε σε κατασκευασμένα είτε σε φυσικά πλαίσια. Εννοιολογικά, είναι μια εικονική επικοινωνία η οποία κυρίως ενδιαφέρεται για τα εικονικά μέσα και τα φανερά σύμβολα ως εργαλεία επικοινωνίας ή, ακριβέστερα, το ντοκιμαντέρ αποτελεί πολιτισμική εξερεύνηση των εικόνων. Εάν η κουλτούρα είναι κάτι το οποίο μπορεί να «ιδωθεί» (να το δεις), τότε ο παραγωγός της ταινίας αυτής, χρησιμοποιώντας άμεση προσέγγιση, σχεδιάζει το κάθε σκηνή ως μια καλλιτεχνική εικόνα, που μετά μπορεί να γίνει βάση για ανάλυση και παρουσίαση ενός άλλου μεγαλύτερου συνόλου ή έννοιας. Παρατηρούμενο με ένα σύγχρονο φακό, μπορεί να ειπωθεί πως αυτό που καταγράφει η κάμερα είναι διορισμένο από δύο πράγματα: από την κουλτούρα του προσώπου που στέκεται πίσω από αυτή, δηλαδή ο παραγωγός, όπως και από την κουλτούρα εκείνων που αποτελούν αντικείμενο της κάμερας, δηλαδή ίδιων των κοινωνών της πράξεως. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως η κάμερα χρησιμοποιήθηκε σε ρεαλιστική αυτοπαθή έννοια, φυσική και άμεση, σε αντίθεση με την μεγαλοσύνη της ίδιας πράξεως. Με απλά λόγια, προσπαθεί να καταγράψει την διαδικασία χωρίς να παρεμβαίνει και να επιβάλλεται υπερβολικά, εάν είναι εφικτό. Όπως το μεγαλύτερο αίνιγμα είναι η σκοτεινή ύλη στο Σύμπαν – αυτή που δεν φαίνεται, έτσι και αυτό που φαινομενικά δεν μπορείς να το δεις, αλλά «βαραίνει», είναι πιο σημαντικό από όλα σε μια σκηνή. Επιπρόσθετα, εάν θέλουμε η κάμερα να είναι άμεση, σημαντικό είναι να βρούμε τρόπο με τον οποίο θα πλησιάσουμε τους ανθρώπους και τα γεγονότα που ερευνούμε, και ακριβώς αυτό είναι πετυχημένο σε αυτή την ταινία.
Στο τέλος, αυτή η κριτική δεν έχει σκοπό να χρησιμεύσει στην δημιουργία σωστών κριτικών θέσεων, επειδή είναι υποκειμενική ανάλυση, ούτε, πάλι, είναι τόσο σαρωτική ώστε να δείτε την ταινία∙ σε σχέση με αυτή, αυτή η ταινία είναι τόσο πειστική που ήταν καλεσμένη να γεννηθεί, ή με άλλα λόγια, έπρεπε να γεννηθεί. Η ταινία προτιμάει να είναι απλή, καρδιακή, ώστε να προκαλέσει προσωπική εξομολογητική ώθηση σε όλους εμάς. Για αυτό, όλα όσα θα δείτε, δεν προσφέρεται ως γνώση ή άποψη του παραγωγού, αλλά τίθεται ως κοινή μας πρόκληση.
M.Sc. Βλάτκο Ντέλοβσκι, εθνολόγος και πολιτισμολόγος